λύπα

λύπα
λύ̱πᾱ , λύπη
pain of body
fem nom/voc/acc dual
λύ̱πᾱ , λύπη
pain of body
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λύπᾳ — λύ̱πᾱͅ , λύπη pain of body fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Malamirovo Inscription — Malamirovo or Hambarli Inscription is a Bulgarian Greek inscription of around 813 AD, commemorating Bulgarian victories of Krum over the Byzantines, now preserved in the Varna Archaeological Museum. Contents 1 Text 1.1 Translation 2 See also …   Wikipedia

  • ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …   Dictionary of Greek

  • χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”